χαρτοκόπτης

χαρτοκόπτης
ο, Ν
μαχαιρίδιο για το κόψιμο χαρτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κόπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπτήρας — ο [κόπτω] 1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή 2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης 3. στον πληθ. οι κοπτήρες τα μπροστινά δόντια σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • χαρτομάχαιρο — το, Ν χαρτοκόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + μαχαίρι. Η λ. στον πληθ. χαρτομάχαιρα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”